Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Φως

Φως χυμένο
όπως ο μούστος το μεσοκαλόκαιρο.
Φως που χαράζει τις θύμισες
φως για το ξημέρωμα των ονείρων
φως για τα μάτια που έκλαψαν.
Φως στις στράτες
που κράτησαν το γέλιο των παιδιών.
Φως γι’ αυτούς που αγάπησαν,
μέλι μοιρασμένο σε πικραμένα χείλη.
Πέταξες,
γλάρος λευκός,
πάνω απ’ τ’ ακρογιάλια του μεσοκαλόκαιρου,
ονειροφαντασία κι αλάφιασμα.
Μ’ άγγιξες
με την άκρη του κυκλάμινου,
με λύτρωσες με το βογκητό σου.
Σκιά ελαφιού η αγάπη
στα σοκάκια του Αύγουστου,
κόκκινη ανεμώνα της ηδονής.
Φως χυμένο στις στράτες του καλοκαιριού,
του έρωτα και της ανάστασης,
λίκνισμα της Πούλιας στα γεφύρια των εραστών.
Φως για τις στιγμές
που κλώσησαν τα όνειρα
τις νύχτες του Αποσπερίτη.
Φως στο τραπέζι της προσμονής,
μέλι μοιρασμένο
σε σφαλισμένα χείλη.

Μάγια Μποντζώρλου

Φεγγαρόφωτο

Φύσηξε νοτιάς
πάν’ απ’ το χορτάρι
που πλαγιάσαμε
κι άνοιξαν τα γερμένα παράθυρα.
Κούρνιες πουλιών οι παλάμες σου
όταν μ’ αγκάλιαζες
και στο βλέμμα σου
έφεγγε ο Έσπερος.
Τα βήματά σου αφουγκράστηκα
στο πλακόστρωτο,
σφύριγμα κροταλία
μέσα στη νύχτα.
Έφυγες για τα μέρη της Πούλιας
πάνω σ’ άτι λευκό
στεφανωμένος με γεράνια,
στράτα χαραγμένη με κρύσταλλο.
Την ανάσα σου ακολούθησα
στη χώρα του Υάκινθου,
άντρας του ίμερου και της αναχώρησης,
του Νοτιά και της Ανάστασης.
Σ’ αντάμωσα τη νύχτα του χαμού
στην κόψη της στιγμής που ξεχάστηκε.
Φτερούγες γερακιών
είχες στους ώμους
και στα μάτια
ανταριασμένο πέλαγος.
Πληγωμένα αστέρια
σκεπάσαν το σώμα σου
κι ύστερα σμίξαμε
την ώρα της Σελήνης.

Μάγια Μποντζώρλου

Ταξιδιάρικα πουλιά

2ο Βραβείο Ποίησης ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ-
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Μετράω τ’ αστέρια
παν’ απ’ την έρημο.
Αφουγκράζομαι τις στιγμές
στην καρδιά της παλίρροιας,
σφαλισμένα όνειρα,
σφραγισμένα μάτια.

*********
Έφυγ’ η αγάπη,
κύλησε σαν το κρασί
μέσα απ’ τη στιγμή
που ράγισε,
μέσα απ’ τα μάτια
που έκλαψαν.

**********

Χάθηκ’ η αγάπη,
τρένο που σφύριξε
τη νύχτα,
γεράκι που φτερούγισε
σε ματωμένο ουρανό.
Χάθηκ’ η αγάπη,
ξεχασμένο πεφταστέρι
στην έρημο,
φτερό του καρχαρία
στο βάθος της θάλασσας.
Κλάμα νεράιδας
η αγάπη
κύλησε στο λυκόφως των κυκλάμινων.
Στάχτη του σούρουπου
τα βήματά σου
στην καρδιά της παλίρροιας
κι ο έρωτας έσβησε
απ’ τον ήχο των κυμάτων

Νύχτα,
μαντόνα της ύφεσης,
νύχτα του αλαφροΐσκιωτου
και της άρνησης
όνειρα πουλιά ξυπνάν το κορμί μου
κι ο έρωτας,
μαγεμένος κομήτης,
να σκίζει το Άπειρο.

************
Τα όνειρά μου σφυρίζουν
μες στη νύχτα
και δε μ’ αφήνουν να κοιμηθώ,
σαν τον σκαντζόχοιρο,
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου.

***********

Για ένα αξίζει η ζωή μου
κι αυτό είναι
να φτιάχνω χαρταετούς
για να τους πετάω
στα όνειρά μου.

*******
Φύσαγε αγέρα,
φύσαγε
και πάρε με
στη γη των Λωτοφάγων,
στη χώρα της γαληνεμένης θάλασσας
για να μαζέψω αστερίες και κοχύλια
απ’ τ’ ακρογιάλια των εραστών.

******

Μέρες πουλιά με προσπερνούν
και χάνονται
παλίρροιες πόθων
που ξεσπούν
σε ξενικά ακρογιάλια.
Μέρες φεγγάρια
φωτίζουν το κατόπι μου,
ανάσες
που φουντώνουν την προσμονή.
Τι είναι αυτό που περνά,
με προσπερνά
και χάνεται;
Ο δρόμος που τραβάω
πού με βγάζει;
Από ομίχλη
ήταν το χέρι
που με χάιδεψε
κι ο έρωτας
κόκκινο τριαντάφυλλο
ανάμεσα στα χείλη.

Μάγια Μποντζώλου

Αστερίας

Γεννήθηκες απ’ τη μήτρα της νύχτας,
γυμνός,
θαλασσινός αστερίας πάνω στα βότσαλα.
Ξεπήδησες απ’ τη ρωγμή του σκοταδιού,
άντρας του κοραλλιού
και της χίμαιρας,
της λησμονιάς
και της Ανάστασης.
Κι ύστερα περπάτησες
μέσα στα ηλιοτρόπια,
κάποιο ξημέρωμα
σε μια μαγεμένη γη.
Μάτια του πελάγους,
ανάσα της άνοιξης.
Νεράιδες ερωτεύονται
στο ξύπνημα των κυκλάμινων,
στο λίκνισμα των ανεμώνων,
στο γύρισμα της μέρας που φεύγει.
Κι εσύ περιδέραιο στο λαιμό
περνάς τα όνειρά μου.
Κρωγμοί πουλιών οι στιγμές
χάνονται με τον άνεμο.
Κι εσύ ζώνη στη μέση σου
φοράς την αγκαλιά μου.
Η ζωή μετριέται με τις αυταπάτες μας
κι ο έρωτας η μεγαλύτερη.

Μάγια Μποντζώρλου

Αποχαιρετισμός

Ανταύγειες ονειρικών ηλιοτροπίων
με τυλίξαν
την ώρα που οι σκιές των αερικών
πέφταν πάνω στα κύματα.
Αλμύρα και σούρουπο,
παλίρροια κι αγέρας.
Ο έρωτας έσπαζε,
αφρός,
στα πόδια μου
κι ανάσαινα το γιασεμί του Απείρου,
πριν σ’ αντικρίσω.
Λυκόφωτο του κυκλάμινου
και της ηδονής.
Αλμύρα και σούρουπο,
παλίρροια κι αγέρας.
Ήρθες,
απ’ τη μεριά της θάλασσας,
γυμνός
και στάθηκες μπροστά μου.
Η άμμος στέγνωνε
πάνω στο κορμί σου.
Για μάτια
είχες κοχύλια λευκά
της Σερίφου
και στα μαλλιά
μπλεγμένα φύκια.
Στ’ αριστερό σου αφτί,
για σκουλαρίκι,
κρεμόταν ένας Τρίτωνας
και στα χέρια ανέμιζες,
ηδονικά,
του Ωκεανού τα δίχτυα,
γύρω απ’ το σώμα σου,
για να με φυλακίσεις.
Σπαθί από κόκαλο φάλαινας
κρεμόταν απ’ τη μέση σου,
μισό αλμύρα, μισό λέπια.
Ήσουν της τρικυμίας
και της ηδονής,
στήθος δασύ
κι η αναπνοή σου Ζέφυρος.
Μ’ αγκάλιασες σαν κύμα
ανταριασμένο του πελάγους
κι ύστερα αγκαλιασμένοι
στ’ ανοιχτά χαθήκαμε,
όπως τα βότσαλα
που ρίχνουν τα παιδιά
στη θάλασσα.
Μάγια Μποντζώρλου

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Η έβδομη νύχτα του Έρωτα

Την έβδομη νύχτα του Έρωτα

τη μοναξιά την τσάκισα στα δύο,

του Γενάρη ξερόκλαδο, ριγμένο στο δρόμο.

Τον άνεμο τον μοίρασα

σ' εκείνους που 'χαν τα χέρια

αδειανά από όνειρα

τον ουρανό για τα μάτια της θύελλας,

το σύννεφο της ηδονής

Την έβδομη νύχτα του Έρωτα

πουλιά λευκά με φτερά από μάλαμα

σκαλίζαν με το ράμφος τους τις θύμισες.

Αναμνήσεις ανάκατες με το νερό της θάλασσας

σπάζουν χαμηλά στ' ακροθαλάσσι.

Κι ο πόθος αχτίδα κάποιου ξεχασμένου γαλαξία

Όλος ο κόσμος έγινε κομμάτια της ψυχής μου,

λιοντάρι που βρυχάται καθώς ζυγώνει ο θάνατος.

Παραλοϊσμένα όνειρα με ζώνουν τα βράδια

κι εσύ ξυπόλητος,

με τη σκιά του χαλασμού στα μάτια,

μπροστά μου χόρευες γυμνός

τις νύχτες της πανσέληνου.

Την έβδομη νύχτα του Έρωτα

του γιασεμιού το άρωμα το ντύθηκα,

τη μοναξιά την τσάκισα στα δύο,

του Γενάρη ξερόκλαδο ριγμένο στο δρόμο.

Μόνο τ' αστέρι κράτησα,

δάκρυ χρυσό,

ανάμεσα στα μάτια.

Μάγια Μποντζώρλου

Από την ποιητική συλλογή "ΟΝΕΙΡΟ"

Ο Χαρταετός

Επιθυμίες κι όνειρα

φυσάν

έξω απ’ τα κλεισμένα παράθυρα..

Τι αξίζει ζωή που δε δοκιμάστηκε;

Μονάχα η ελπίδα

γυρνάει τον τροχό του χρόνου

φωτεινή χαραυγή

σ' ανταριασμένη νύχτα.

Ζέφυρος η ελπίδα

το μεσοκαλόκαιρο,

αγαπημένου χάιδεμα,

ερωτική προσμονή.

Αλόγου χλιμίντρισμα

η ελπίδα

το σώμα ξεσηκώνει

που κοιμάται.

Τι κι αν έξω αντηχήσαν οι σάλπιγγες,

πάνω στα καλντερίμια,

μέσα στην πόλη...

Μονάχα τον απόηχό τους ακούω

τα μεσάνυχτα.

Δεν αξίζει ζωή που δε δοκιμάστηκε.

Χαρταετός πολύχρωμος η ελπίδα,

που πέταξα όταν ήμουνα παιδί

για να τον ψάχνω ακόμα.

Μάγια Μποντζώρλου


Ανθολογία ποιητικού και πεζού λόγου "ΜΗ ΒΙΑ"
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Δε φτάνει ο χρόνος

Δε φτάνει ο χρόνος

να μετρήσεις τ’ αστέρια

όταν ο θάνατος είναι στο κατόπι σου.

Χρόνο δεν έχεις να βουτήξεις στα κύματα,

ούτε ν’ ακολουθήσεις τα χελιδόνια.

Όσο πιο πολύ σπαθίζουν

πάνω απ’ το κεφάλι σου

τόσο πιο πολύ καταλαβαίνεις πως δεν έχεις χρόνο.

Όσο προφταίνεις όμως φτιάξε

το δικό σου γαλαξία

απ’ τις πεταλούδες της άνοιξης,

τότε που τα όνειρα,

φεγγάρια ολόγιομα,

φώτιζαν την ψυχή σου.

Όσο πιο πολλές οι πεταλούδες

τόσο πιο λαμπρός ο γαλαξίας σου

κι άσε το θάνατο

να έρχεται από πίσω.

~~~~~

Σ’ άδειους δρόμους μ’ οδηγάει η ζωή,

όμως οι νύχτες μου

φωτίζονται με κοραλλένια αστέρια.

Μάγια Μποντζώρλου



Ανθολογία ποιητικού και πεζού λόγου "ΜΗ ΒΙΑ"
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Αμμουδιές της Πανσελήνου

Τη σκοτεινιά του Ωκεανού
είχες στα μάτια
και στα μαλλιά
φορούσες στεφάνι του Διόνυσου.
Τα μπράτσα σου σκέπαζαν
φύκια του βυθού
κι οι πόθοι φίδια
κουλουριασμένα στο σώμα σου.
Με κάλεσες κοντά σου
με το κοχύλι της θάλασσας
και σ’ ακολούθησα
στις αμμουδιές της Πανσελήνου,
σκιά του Βορρά,
ανάσα της χίμαιρας.
Στο κορμί σου ψηλάφισα
τις πληγές των αστεριών
και με το δάκρυ σου
χάραξες το σκοτάδι της νύχτας.
Ο δρόμος μας ήταν
μέσα απ’ τ’ αρχαία ιερά,
στο φεγγαρόφωτο της άνοιξης,
εξομολογητές των νυχτερινών αναμνήσεων,
προσκυνητές της αφοσίωσης.
Μου ‘πες πως μ’ αγαπάς
στα ξέφωτα του Χείρωνα.
Μα η ζωή ολοένα μας πάει
στα σταυροδρόμια της.


Μάγια Μποντζώρλου

Ανθολογία ποιητικού και πεζού λόγου "ΜΗ ΒΙΑ"
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Φθινόπωρο

Τι θα ‘χει μείνει

όταν η πασχαλιά

χάσει τ’ άρωμά της;

Τι θα ‘χει μείνει

από τα μάτια

που έκλαψαν;

Πεζή σ’ ακολούθησα

στη χώρα της θύελλας.

Η μορφή σου,

σκαλισμένη στα σύννεφα,

στοίχειωνε τη μέρα.

Στάχτη στον άνεμο ο πόθος

πάν’ απ’ τις ανεμώνες,

που ζωγραφίσαμε

στην άκρη του ορίζοντα..

Τσιγγάνοι τραγουδούσαν

το τραγούδι μας

πάνω από θάλασσες του Φθινοπώρου

κι ο έρωτας,

φτερό του καρχαρία,

να σκίζει το Άπειρο.

Μάγια Μποντζώρλου


<ΜΗ ΒΙΑ>>

εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009