Φύσηξε νοτιάς
πάν’ απ’ το χορτάρι
που πλαγιάσαμε
κι άνοιξαν τα γερμένα παράθυρα.
Κούρνιες πουλιών οι παλάμες σου
όταν μ’ αγκάλιαζες
και στο βλέμμα σου
έφεγγε ο Έσπερος.
Τα βήματά σου αφουγκράστηκα
στο πλακόστρωτο,
σφύριγμα κροταλία
μέσα στη νύχτα.
Έφυγες για τα μέρη της Πούλιας
πάνω σ’ άτι λευκό
στεφανωμένος με γεράνια,
στράτα χαραγμένη με κρύσταλλο.
Την ανάσα σου ακολούθησα
στη χώρα του Υάκινθου,
άντρας του ίμερου και της αναχώρησης,
του Νοτιά και της Ανάστασης.
Σ’ αντάμωσα τη νύχτα του χαμού
στην κόψη της στιγμής που ξεχάστηκε.
Φτερούγες γερακιών
είχες στους ώμους
και στα μάτια
ανταριασμένο πέλαγος.
Πληγωμένα αστέρια
σκεπάσαν το σώμα σου
κι ύστερα σμίξαμε
την ώρα της Σελήνης.
Μάγια Μποντζώρλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου